ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗΤΕΣ
Πληκτρολογήστε το κείμενό σας εδώ...
Ως σύμπαν νοείται το σύνολο του χώρου και του χρόνου και των περιεχομένων τους.[1][2] Σύμφωνα με την επιστήμη το σύμπαν αφορά το χωροχρονικό συνεχές, στο οποίο περιλαμβάνεται το σύνολο της ύλης, της ενέργειας και της πληροφορίας.
Το σύμπαν, στις μεγάλες διαστάσεις του, είναι αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της αστροφυσικής. Στις πολύ μικρές διαστάσεις το σύμπαν το εξερευνά η κβαντική μηχανική. Ενδιάμεσα προσπαθούν να κατανοήσουν τη λειτουργία του και την υπόστασή του όλες οι επιστήμες. Δημιουργήθηκε πριν δισεκατομμύρια χρονιά από μια μεγάλη έκρηξη το <BIG BAN>.
Επί του ορισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι γνωστές μορφές της ενέργειας, όπως το φως, η θερμότητα κτλ. συνδέονται με την ύλη μέσα από σχέσεις ανταλλαγής. Σύμφωνα με τη σύγχρονη Φυσική, υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ ύλης και ενέργειας, οπότε και οι δύο συνολικά απαρτίζουν το σύμπαν. Μέσα στο σύμπαν ενδεχομένως περιλαμβάνεται και η σκοτεινή ύλη, όχι όμως απαραίτητα και η σκοτεινή ενέργεια.
Το σύμπαν αφορά την τωρινή κατάσταση της ύλης και της ενέργειάς του. Η εικόνα της παρατήρησης αστέρων, γαλαξιών κλπ είναι ψευδής σε ότι αφορά το παρόν και δεν αποτελεί κατ' ανάγκη τη μορφή που έχει το σύμπαν σήμερα, καθώς ένας αστέρας π.χ. μπορεί να έχει πάψει να υπάρχει και να μην το γνωρίζουμε ακόμα γιατί δεν έχει ταξιδέψει ως εμάς η πληροφορία αυτή μέσω του φωτός. Υποθέτοντας πως στο σύμπαν δεν εισρέει ύλη ή ενέργεια, και ούτε χάνονται από αυτό, η εικόνα του παρελθόντος, με βάση την ισοδυναμία ύλης και ενέργειας, μας βοηθάει να εκτιμήσουμε ποσοτικά το σύνολό τους.
Σχήμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα 3 πιθανά σχήματα του σύμπαντος
Θεωρίες όπως αυτή της μεγάλης έκρηξης εκτιμούν ότι το σχήμα του Σύμπαντος είναι, το πιθανότερο, υπερσφαιρικό.[εκκρεμεί παραπομπή] Μια υπερσφαίρα (η οποία ορίζεται σε 4 διαστάσεις) μπορεί να νοηθεί αφαιρετικά ως μια σφαίρα τριών διαστάσεων της οποίας η ακτίνα συνεχώς μεταβάλλεται, μοιάζοντας με μπαλόνι που διαστέλλεται. Αυτή η διαστολή φαίνεται να συνεχίζεται από τη δημιουργία του μέχρι σήμερα, σύμφωνα με το μοντέλο της μεγάλης έκρηξης.
Σύμφωνα με μια νέα θεωρία, το Σύμπαν είναι μια δομή δύο διαστάσεων και αυτό που βιώνουμε εμείς είναι ένα τρισδιάστατο ολόγραμμα.[3]
Έκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επειδή οι αποστάσεις μεταξύ των μελών του Σύμπαντος, των ουρανίων σωμάτων, είναι πάρα πολύ μεγάλες κατέστη αναγκαίο στην Αστρονομία να γίνει χρήση μιας μεγάλης μονάδας μήκους, που ονομάζεται έτος φωτός (ε.φ.) / light year (l.y.) και που δεν είναι τίποτα άλλο από την απόσταση που διανύει το φως (στο κενό), με τη γνωστή ταχύτητά του, των σχεδόν 300.000 km/s (για την ακρίβεια 299.792,458 km/s) σε χρονική διάρκεια ενός έτους. Το έτος φωτός ισούται με 9,465×1012 km.
Παρά τη μεγάλη ισχύ των σημερινών τηλεσκοπίων, το πέρας του Σύμπαντος δεν είναι καν αντιληπτό.
Από το Αστεροσκοπείο του Πάλομαρ (Palomar Observatory), όπου βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια του κόσμου, διακρίνονται ουράνια σώματα και πέραν της απόστασης των 2 δισεκατομμυρίων ε.φ. Επίσης, από τα μεγάλα ραδιοτηλεσκόπια είναι δυνατόν οι αστρονόμοι να διεισδύσουν στον χώρο του Σύμπαντος μέχρι των έξι δισεκατομμυρίων ε.φ. Και όμως το Σύμπαν τελικά είναι τόσο μεγάλο, που θα χρειασθεί να κατασκευασθούν πολύ ισχυρότερα τηλεσκόπια για να κατορθωθεί να γίνει αντιληπτή η έκτασή του στο σύνολό της.
Η έκταση του ορατού Σύμπαντος είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ηλικία του, της οποίας η πιο ακριβής εκτίμηση αυτή τη στιγμή είναι 13,73 ± 0,12 δισεκατομμύρια έτη. Τούτο συνεπάγεται ότι, με βάση την ειδική σχετικότητα, η ακτίνα του εκτιμάται στα 13,7 δισεκατομμύρια ε.φ., δηλαδή η απόσταση που μπορεί να έχει διανύσει το φως στο προηγούμενο χρονικό διάστημα από την εποχή του Big Bang. Όμως με βάση τη γενική σχετικότητα, λόγω της διαστολής του χώρου, η ακτίνα του ορατού Σύμπαντος εκτιμάται στα 46 δισεκατομμύρια ε.φ. ( 1 ). Πολλές παρατηρήσεις επαληθεύουν την υπόθεση διαστολής, όπως για παράδειγμα η παρατηρούμενη μετάθεση προς το ερυθρό της ακτινοβολίας από πολύ μακρινούς γαλαξίες. Υποθέτοντας ότι το Σύμπαν είναι σχεδόν επίπεδο ως προς την καμπυλότητά του, ο όγκος του υπολογίζεται σε 3×1080 m³.
Η διάμετρος ενός μεσαίου μεγέθους γαλαξία είναι της τάξης των 40 ± 10 χιλιάδων ε.φ. και η μέση απόσταση μεταξύ δύο μεγάλων γαλαξιών είναι της τάξης των 1-3 εκατομμύρια ε.φ. Ο δικός μας Γαλαξίας έχει διάμετρο περίπου 100 χιλιάδες ε.φ. και η απόσταση του από τον γειτονικό γαλαξία της Ανδρομέδας είναι περίπου 2,54 ± 0,06 εκατομμύρια ε.φ.
Υλικό περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το ορατό Σύμπαν περιέχει περίπου 3 ως 7×1022 άστρα, τα οποία είναι οργανωμένα σε περίπου 8×1010 γαλαξίες και οι οποίοι με την σειρά τους συγκροτούν σμήνη και υπερσμήνη. Ο αριθμός των ατόμων στο ορατό Σύμπαν υπολογίζεται σε περίπου 1080.
Η χωρική καμπυλότητα του ορατού Σύμπαντος είναι κοντά στο μηδέν, η οποία σύμφωνα με τα σύγχρονα κοσμολογικά μοντέλα δείχνει ότι η παράμετρη πυκνότητα του Σύμπαντος πρέπει να είναι κοντά σε μία συγκεκριμένη κρίσιμη τιμή. Η τιμή αυτή έχει υπολογισθεί σε 9.9×10−27 kg/m³, ή περίπου 5,9 άτομα υδρογόνου/πρωτονίων ανά κυβικό μέτρο. Σύγχρονες παρατηρήσεις υπολογίζουν την ορατή ύλη στο 4,6% του περιεχομένου του ορατού Σύμπαντος, με το υπόλοιπο 23% να αποτελείται από ψυχρή σκοτεινή ύλη και περίπου 73% από σκοτεινή ενέργεια. Συνεπώς, το ορατό Σύμπαν έχει μία μέση πυκνότητα ορατής ύλης περίπου 0,27 ατόμων υδρογόνου/πρωτονίων ανά κυβικό μέτρο.
Διαίρεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όλα τα ουράνια σώματα του Σύμπαντος ανήκουν σε δύο συστήματα:
- Το Ηλιακό σύστημα ή Κοπερνίκειο σύστημα* στο οποίο περιλαμβάνονται ο Ήλιος, οι Πλανήτες, οι δορυφόροι τους, οι Κομήτες, οι διάττοντες αστέρες, οι αερόλιθοι και οι βολίδες.
- Το Σύστημα των απλανών που περιλαμβάνει τους αστέρες και τα νεφελώματα.Διάκριση των περιοχών του σύμπαντος
Με κόκκινο σημειώνεται η τοποθεσία της Γης
.
Είδη ουρανίων σωμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γενικά, τα ουράνια σώματα διακρίνονται σε πλανήτες και απλανείς ή αστέρες.
Α. Πλανήτες (Planets) είναι τα ουράνια σώματα που κινούνται (πλανώνται) γύρω από τον Ήλιο σε ελλειπτικές τροχιές σύμφωνα με τους Νόμους του Κέπλερ.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Πλανητών είναι:
- Μεταβάλλονται οι γωνιώδεις αποστάσεις μεταξύ τους και σε σχέση με τους απλανείς.
- Είναι σώματα ετερόφωτα.
- Το εκπεμπόμενο από αυτούς φως είναι σταθερό.
- Παρατηρούμενοι με τηλεσκόπιο μεγεθύνονται, λόγω της μικρής σχετικά απόστασης.
Ο σημαντικότερος πλανήτης του Ηλιακού συστήματος είναι η Γη, καθώς είναι ο μοναδικός γνωστός που φιλοξενεί ζωή.
Β. Απλανείς ή Αστέρες (Stars) χαρακτηρίζονται οι λίαν απομακρυσμένοι ήλιοι, δηλαδή οι αστέρες που μένουν φαινομενικά ακίνητοι στον χώρο (δεν πλανώνται). Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των απλανών είναι:
- Δεν μεταβάλλονται οι μεταξύ τους γωνιώδεις αποστάσεις.
- Είναι σώματα αυτόφωτα.
- Παρατηρούμενοι με τηλεσκόπιο δεν μεγεθύνονται, λόγω της πολύ μεγάλης απόστασης.
- Το εκπεμπόμενο από αυτούς φως δεν είναι σταθερό, αλλά παρουσιάζει στίλβη
Πλανήτης, σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της Διεθνούς Αστρονομικής Ένωσης (IAU), ονομάζεται κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν (τουλάχιστον) αστέρα ή αστρικό υπόλειμμα και καλύπτει τις ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:
- Έχει αρκετή μάζα ώστε να είναι σφαιρικό με την επίδραση της δικής του βαρύτητας.
- Δεν έχει αρκετή μάζα ώστε να προκληθεί πυρηνική σύντηξη.
- Έχει καθαριστεί η γειτονική του περιοχή από πλανητικά θραύσματα.
Το σώμα που καλύπτει τα πρώτα δύο κριτήρια αλλά όχι αυτό της κυριαρχίας στην τροχιά του, όταν δεν είναι δορυφόρος, λέγεται «πλανήτης νάνος».[1][2]
Η ετυμολογία της λέξης «πλανήτης» προέρχεται από την αρχαιοελληνική φράση «πλανῆτες ἀστέρες» (άστρα που περι-πλανιούνται), σε αντίθεση με τους ίδιους τους αστέρες που μοιάζουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο (εξ ου και η ονομασία «ἀπλανεῖς ἀστέρες»). Είναι παράγωγο της λέξης «πλάνης» που σημαίνει περιπλανώμενος, χωρίς μόνιμη διαμονή.
Ο όρος «πλανήτης» είναι αρχαίος, με δεσμούς με την ιστορία, με την αστρολογία, με την επιστήμη, με τη μυθολογία και με τη θρησκεία. Αρκετοί πλανήτες στο ηλιακό σύστημα είναι ορατοί με «γυμνό» μάτι. Αυτοί θεωρήθηκαν από πολλούς πολιτισμούς ως θεότητες ή ως απεσταλμένοι θεοτήτων. Καθώς η επιστημονική γνώση προχωρούσε, η ανθρώπινη θεώρηση για τους πλανήτες άλλαξε, συμπεριλαμβάνοντας έναν αριθμό διακριτών (ουρανίων) αντικειμένων. Το 2006 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση επίσημα υιοθέτησε μια απόφαση ορισμού των πλανητών μέσα στο ηλιακό μας σύστημα. Ο ορισμός αυτός είναι αμφισβητούμενος, γιατί απέκλεισε πολλά ουράνια αντικείμενα με (περίπου) πλανητική μάζα, με βάση πού ή γύρω από τι περιφέρονται. Παρόλο που τα οκτώ (8) πλανητικά ουράνια σώματα που ανακαλύφθηκαν πριν από το 1950 παρέμειναν ως πλανήτες και σύμφωνα με το σύγχρονο ορισμό, κάποια άλλα ουράνια σώματα, όπως η Δήμητρα, η Παλλάς, η Ήρα και η Εστία, που βρίσκονται όλα στην κύρια ζώνη των αστεροειδών, καθώς επίσης και ο Πλούτωνας, που ήταν το πρώτο μεταποσειδώνιο αντικείμενο που ανακαλύφθηκε, κάποτε θεωρήθηκαν ως πλανήτες, αλλά σύμφωνα με το σύγχρονο ορισμό θεωρήθηκαν πλανήτες νάνοι.
Οι πλανήτες θεωρούνταν από τον Πτολεμαίο ότι περιφέρονται γύρω από τη Γη με φερόμενες και επικυκλικές κινήσεις. Παρόλο που η ιδέα της περιφοράς γύρω από τον Ήλιο είχε προταθεί πολλές φορές (με παλαιότερη γνωστή διατύπωση από τον Αρίσταρχο το Σάμιο), χρειάστηκε να φθάσει ο 17ος αιώνας, με την υποστήριξη των πρώτων τηλεσκοπικών αστρονομικών παρατηρήσεων, που πραγματοποιήθηκαν από το Γαλιλαίο Γαλιλέι, για να τεκμηριωθεί η ηλιοκεντρική θεωρία. Μάλιστα, με την προσεκτική ανάλυση των δεδομένων αυτών των παρατηρήσεων από τον Γιοχάνες Κέπλερ βρέθηκε ότι οι πλανητικές τροχιές δεν είναι κυκλικές αλλά ελλειπτικές. Καθώς τα εργαλεία παρατήρησης εξελίσσονταν, οι Αστρονόμοι είδαν ότι εκτός από την ίδια τη Γη και άλλοι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από επικλινείς άξονες, και κάποιοι από αυτούς παρουσιάζουν φαινόμενα όπως τα πολικά παγοκαλύμματα και οι εποχές. Από την αυγή της Διαστημικής Εποχής, η κοντινή παρατήρηση με διαστημικούς βολιστήρες αποκάλυψε ότι η Γη και άλλοι πλανήτες μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως η ηφαιστειότητα, οι τυφώνες, οι τεκτονικές πλάκες, ακόμη και η υδρολογία.
Το αρχικό βήμα για τη δημιουργία των πλανητών είναι η βαρυτική συστολή ενός γιγάντιου νέφους αερίων. Καθώς αυτό συστέλλεται, λόγω περιστροφής πλαταίνει και σχηματίζει ένα δίσκο. Ένας αστέρας αρχίζει να σχηματίζεται στο κέντρο, που είναι και η θερμότερη περιοχή. Στον υπόλοιπο δίσκο η ύλη συμπυκνώνεται βαθμηδόν, για το σχηματισμό ολοένα μεγαλύτερων στερεών σωμάτων. Η «ανάφλεξη» του αστέρα προκαλεί την αποβολή της σκόνης και των αερίων που παρέμειναν.
Οι πλανήτες δεν έχουν την απαιτούμενη μάζα για την έναρξη θερμοπυρηνικών αντιδράσεων όπως συμβαίνει με τα αστέρια, έτσι δεν έχουν την ικανότητα να εκπέμπουν ακτινοβολία. Το γεγονός της ορατότητας των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος κατά τη διάρκεια της νύχτας οφείλεται στην ανάκλαση του ηλιακού φωτός (ετερόφωτα σώματα).
Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ιδέα του πλανήτη έχει εξελιχθεί κατά την ύπαρξή του, από τους περιπλανώμενους αστέρες της αρχαιότητας στα γήινα αντικείμενα της επιστημονικής περιόδου. Η ιδέα έχει επεκταθεί για να περιλαμβάνει και αντικείμενα που δεν ανήκουν στο ηλιακό σύστημα, τους εξωηλιακούς πλανήτες.
Οι πέντε κλασσικοί πλανήτες, που είναι ορατοί με γυμνό μάτι, είναι γνωστοί από την αρχαιότητα και είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη μυθολογία και την αστρονομία. Στην αρχαιότητα, οι αστρονόμοι παρατήρησαν ότι κάποια συγκεκριμένα φωτεινά σώματα άλλαζαν θέση κατά μήκος του ουρανού σε σχέση με τα άλλα άστρα. Οι Αρχαίοι Έλληνες τα αποκάλεσαν πλανήτες αστέρες ή απλά πλανήτες. Από εκεί προέκυψε η σημερινή λέξη «πλανήτης». Στην αρχαία Ελλάδα, Κίνα και Βαβυλωνία και όλους τους προσύγχρονους πολιτισμούς, πιστευόταν σχεδόν καθολικά ότι η Γη ήταν το κέντρο του Σύμπαντος, και όλοι οι πλανήτες περιφέρονταν γύρω από τη Γη. Ο λόγος ήταν το γεγονός ότι οι πλανήτες έμοιαζαν να περιφέρονται γύρω από τη Γη κάθε μέρα και η κοινή αντίληψη ήταν ότι η Γη ήταν σταθερή.
Βαβυλωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο πρώτος πολιτισμός που είναι γνωστό ότι είχε μια λειτουργική θεωρία για τους πλανήτες ήταν οι Βαβυλώνιοι, οι οποίοι έζησαν στη Μεσοποταμία την πρώτη και τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.. Το παλαιότερο γνωστό πλανητικό αστρονομικό κείμενο είναι το βαβυλωνιακό δισκίο της Αφροδίτης της Ammisaduqa, ένα αντίγραφο του 7ου αιώνα π.Χ. από μια λίστα παρατηρήσεων των κινήσεων του πλανήτη Αφροδίτη, που πιθανόν χρονολογείται ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.. Οι MUL. ΑΡΙΝ είναι ένα ζευγάρι σφηνοειδών επιγραφών που χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ., και καθορίζει τις κινήσεις του Ήλιου, της Σελήνης και των πλανητών κατά τη διάρκεια του έτους. Οι Βαβυλώνιοι αστρολόγοι ήταν οι πρώτοι που έθεσαν τα θεμέλια για αυτό που σήμερα αποκαλούμαι Δυτική αστρολογία. Η Enuma anu enlil, που γράφτηκε τον 7ο αιώνα π.Χ., περιλαμβάνει κατάλογο των οιωνών και τις σχέσεις τους με τα διάφορα ουράνια φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων των κινήσεων των πλανητών. Η Αφροδίτη, ο Ερμής, ο Άρης, ο Δίας και ο Κρόνος ήταν γνωστοί από τους Βαβυλώνιους αστρονόμους και θα παραμείνουν οι μόνοι γνωστοί πλανήτες μέχρι την εφεύρεση του τηλεσκοπίου στην πρώιμη σύγχρονη εποχή.
Ελληνορωμαϊκή αστρονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι αρχαίοι Έλληνες αρχικά δεν απέδωσαν τόσο μεγάλη σημασία στους πλανήτες όσο οι Βαβυλώνιοι. Οι Πυθαγόρειοι, τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. φαίνεται να έχουν αναπτύξει τη δική τους ανεξάρτητη πλανητική θεωρία, στην οποία η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και οι άλλοι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από μία «Κεντρική Φωτιά» στο κέντρο του Σύμπαντος. Ο Πυθαγόρας ή ο Παρμενίδης λέγεται ότι ήταν ο πρώτος που κατανόησε ότι ο Έσπερος, το βραδινό αστέρι και ο Εωσφόρος, το πρωινό αστέρι είναι το ένα και το αυτό, η Αφροδίτη. Τον 3ο αιώνα π.Χ., ο Αρίσταρχος ο Σάμιος πρότεινε το ηλιοκεντρικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η Γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο. Αλλά το γεωκεντρικό μοντέλο παρέμεινε το κυρίαρχο μοντέλο μέχρι την Επιστημονική επανάσταση.
Τον 1ο αιώνα π.Χ., κατά την Ελληνιστική περίοδο, οι Έλληνες είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν τα δικά τους μαθηματικά συστήματα για την πρόβλεψη των θέσεων των πλανητών. Τα συστήματα αυτά, τα οποία βασίστηκαν στην γεωμετρία και όχι στην αριθμητική όπως των Βαβυλωνίων, θα επισκιάσουν τελικά τις θεωρίες των Βαβυλωνίων, σε πολυπλοκότητα και πληρότητα, αντιπροσωπεύοντας το μεγαλύτερο μέρος των αστρονομικών κινήσεων που παρατηρούνται από τη Γη με γυμνό μάτι. Αυτές οι θεωρίες θα φτάσουν στην πληρέστερη έκφραση τους στην Αλμαγέστη του Πτολεμαίου τον 2ου αιώνα μ.Χ. Το μοντέλο του Πτολεμαίου ήταν τόσο πλήρες, που αντικατέστησε όλες τις προηγούμενες θεωρίες για την αστρονομία και παρέμεινε το οριστικό αστρονομικό κείμενο στο δυτικό κόσμο για 13 αιώνες. Για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους υπήρχαν επτά γνωστοί πλανήτες, καθένας από τους οποίους περιβάλλει τη Γη σύμφωνα με τους περίπλοκους νόμους που ορίζονται από τον Πτολεμαίο. Ήταν, κατά αύξουσα σειρά από τη Γη (κατά τον Πτολεμαίο): η Σελήνη, ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Ήλιος, ο Άρης, ο Δίας και ο Κρόνος.
Οι πλανήτες του Ηλιακού συστήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο μέχρι σήμερα πιο αποδεκτός κατάλογος πλανητών αποτελείται από τους 8 παρακάτω πλανήτες σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, όπως φαίνονται στο διπλανό σχήμα:
- Ερμής
- Αφροδίτη
- Γη
- Άρης
- Δίας
- Κρόνος
- Ουρανός
- Ποσειδώνας
Ο Πλούτωνας από το 2006 έπαψε να θεωρείται επισήμως πλανήτης του Ηλιακού συστήματος, αλλά πλανήτης νάνος που ανήκει στη Ζώνη του Κάιπερ. Αυτή η άποψη ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια με την ανακάλυψη σωμάτων πέρα από την τροχιά του Πλούτωνα που είναι παρόμοια ή και μεγαλύτερα σε μέγεθος από αυτόν.
Ο Ερμής, η Αφροδίτη, η Γη, και ο Άρης ταξινομούνται στους λεγόμενους «Γήινους Πλανήτες» καθώς έχουν παρόμοια σύσταση και μορφολογία με τη Γη (βραχώδεις με συμπαγή πυρήνα). Ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ουρανός και ο Ποσειδώνας, ανήκουν στην κατηγορία των «Αέριων Πλανητών» ή «Γιγάντων αερίων». Η σύστασή τους είναι αέρια (Υδρογόνο κυρίως), ενώ όλοι έχουν έναν ή περισσότερους δακτυλίους, οι εντυπωσιακότεροι των οποίων είναι οι Δακτύλιοι του Κρόνου.
Επίσης άλλη μια κατάταξη των πλανητών είναι ανάλογα με τη θέση τους στο Ηλιακό σύστημα: διακρίνονται σε εσωτερικούς, που είναι αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα στον Ήλιο και την Κύρια ζώνη αστεροειδών, και σε εξωτερικούς, που είναι οι υπόλοιποι.
Πλανήτες εκτός του Ηλιακού συστήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: εξωπλανήτης
Από το 1995, χρονιά ανακάλυψης του πρώτου πλανήτη εκτός του ηλιακού μας συστήματος, έγινε γνωστή η ύπαρξη πλανητών σε τροχιά γύρω από άλλα άστρα. Αυτοί ονομάζονται εξωηλιακοί πλανήτες ή εξωπλανήτες (extrasolar planets). Αν και οι πλανήτες που έχουν ανακαλυφθεί έως τώρα είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία πλανήτες γίγαντες (τουλάχιστον του μεγέθους του Δία ή του Κρόνου), οι αστρονόμοι πιστεύουν στην ύπαρξη και πλανητών παρόμοιων με τη Γη, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει έρευνα για εξωγήινη ζωή. Ο πρώτος εξωηλιακός πλανήτης ανακαλύφθηκε γύρω από το άστρο 51 Πηγάσου τις 6 Οκτωβρίου 1995. Από τότε έχουν ανακαλυφθεί 3.720 εξωηλιακοί πλανήτες (Δεκέμβριος 2017). Οι μικρότεροι πλανήτες έχουν βρεθεί να περιφέρονται γύρω από πάλσαρ. Μια ντουζίνα πλανητών με μάζα 10 με 20 φορές μεγαλύτερη από τη γήινη έχουν το παρατσούκλι Ποσειδώνες, εξαιτίας της παρεμφερούς τους μάζας. Οι πλανήτες με μικρότερη μάζα ονομάζονται υπεργαίες, ωστόσο αρκετά μεγαλύτερη από τη γήινη.
Ένα χαρακτηριστικό διαφορετικό των άλλων συστημάτων από το Ηλιακό είναι ότι οι γιγάντιοι πλανήτες περιφέρονται πολύ κοντά στο άστρο, ενώ υπάρχουν και πλανήτες των οποίων η εγγύτητα στο άστρο απομακρύνει την ατμόσφαιρα εξαιτίας της αστρικής ακτινοβολίας. Όμως ως τώρα δεν έχει ανακαλυφθεί κανένας τέτοιος πλανήτης.
Για να παρατηρηθούν αυτοί οι πλανήτες απαιτούνται μία νέα σειρά οργάνων, μεταξύ των οποίων τα διαστημικά τηλεσκόπια. Προς το παρόν το Γαία και το Κέπλερ εξερευνούν κι ανακαλύπτουν εξωηλιακούς πλανήτες με βάση τις μεταβολές στο φως ενός άστρου.
Έχουν επίσης παρατηρηθεί και ορφανοί πλανήτες οι οποίοι δεν ανήκουν σε κάποιο ηλιακό σύστημα και δεν βρίσκονται υπό την βαρυτική επίδραση κάποιου αστέρα.




