ΚΟΣΜΟΣ

Πληκτρολογήστε το κείμενό σας εδώ...

Ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη Γη. Σήμερα υπολογίζεται στα 7,6 δισεκατομμύρια από το Γραφείο Απογραφών των ΗΠΑ (USA Census Bureau).[1] Ο παγκόσμιος πληθυσμός σημειώνει συνεχή αύξηση από τον 14ο αιώνα, μετά το τέλος της μεγάλης επιδημίας πανούκλας και του μεγάλου λιμού των ετών 1315-1317. Οι υψηλότεροι ρυθμοί στην αύξηση του πληθυσμού, πάνω από 1,8% ανά έτος, καταγράφηκαν για λίγα χρόνια τη δεκαετία του 1950 και επί λίγο μεγαλύτερο διάστημα την εικοσαετία 1960-1980 (με μέγιστο ετήσιο ρυθμό 2,2% το 1963). Στη συνέχεια μειώθηκαν ως το 1,1% μέχρι το 2012. Ο ετήσιος αριθμός των γεννήσεων έχει μειωθεί σε 140 εκατομμύρια από ένα μέγιστο 173 εκατομμυρίων στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και προβλέπεται να παραμείνει σταθερός, ενώ οι θάνατοι αριθμούν 57 εκατομμύρια κάθε χρόνο και προβλέπεται να αυξηθούν σε 80 εκατομμύρια τον χρόνο έως το έτος 2040. Οι τρέχουσες προβολές δείχνουν συνεχιζόμενη αύξηση πληθυσμού (αλλά με σταθερή πτώση του ποσοστού στην ετήσια αύξηση) με τον πληθυσμό να φθάνει μεταξύ 9,4 και 10,2 δισεκατομμυρίων το έτος 2050.[2][3][4]

Τα 10 κράτη με τον μεγαλύτερο ολικό πληθυσμό:

Θέση Χώρα / Έδαφος Πληθυσμός Ημερομηνία Ποσοστό % του παγκοσμίου πληθυσμού Πηγή
1 Κίνα[49] 1.390.700.000 1 Ιουλίου 2018 18,38% Chinese Population clock
2 Ινδία 1.358.100.000 1 Ιουλίου 2018 17,95% Indian Population clock
3 Ηνωμένες Πολιτείες 328.040.000 1 Ιουλίου 2018 4,34% Official USA Population clock
4 Ινδονησία 265.015.000 2018 3,50% Επίσημη εκτίμηση
5 Βραζιλία 209.200.000 1 Ιουλίου 2018 2,76% Official Brazilian Population clock
6 Πακιστάν 201.200.000 1 Ιουλίου 2018 2,66% Official Pakistani Population clock
7 Νιγηρία 195.875.237 Ιούλιος 2018 2,59% Μέση Εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2018
8 Μπανγκλαντές 166.368.149 1 Ιουλίου 2018 2,20% Μέση Εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2018
9 Ρωσία 146.877.088 1 Ιανουαρίου 2018 1,94% Russian Population clock
10 Ιαπωνία 126.590.000 1 Ιουλίου 2018 1,67% Επίσημη εκτίμηση

Περίπου 4,39 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε αυτές τις δέκα χώρες, αριθμός που αντιπροσωπεύει το 58,0% του παγκόσμιου πληθυσμ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Στη νεότερη Ελλάδα τη λέξη πολιτισμός μετέφρασε και χρησιμοποίησε από τη αγγλική λέξη "civilisation" ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) ταυτίζοντάς την με τα ανώτερα προϊόντα του τρόπου ζωής μιας κοινότητας, προϊόντα που έχουν να κάνουν με την υψηλή τέχνη, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Τον 16ο αιώνα η έννοια του πολιτισμού διερευνήθηκε από τον ιστορικό Febvre (Lucien Febvre, 1878-1956) και αποδόθηκε ως η αρετή της διακριτικότητας, της ειλικρίνειας και της ευγένειας. Παρατηρούμε πως η έννοια της λέξης πολιτισμός είναι πολυδιάστατη και προσαρμοσμένη μέσα στην ιστορία του ανθρώπου. Προσαρμοσμένη στο βαθμό που να χαρακτηρίζει σε κάθε εποχή τις ανάγκες του για εκφραστικότητα προς κάτι ανώτερο από τη βιολογική του υπόσταση. Με τον τρόπο αυτό προσδίδει τις επιδράσεις του (θετικές ή αρνητικές) στην τοπική κοινωνία ή σε ολόκληρο τον κόσμο. Η έννοια του πολιτισμού χαρακτηρίζει και χαρακτηρίζεται, για κάθε χώρα, από οποιοδήποτε παγκόσμια αναγνωρισμένο υλικό και υπαρκτό τεχνητό ή φυσικό δημιούργημα.[1]


Η έννοια του πολιτισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αστικοποίηση του ανθρώπου συνέτεινε στην ανάπτυξη του πολιτισμού του, του συνόλου δηλαδή των τεχνικών και πνευματικών του επιτευγμάτων ανά την υφήλιο. Το έδαφος που καλλιεργήθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός ήταν η συγκέντρωση ανθρώπων σε πόλεις και η προσαρμογή τους στον εξελιγμένο αυτό τρόπο ζωής εκεί: Λόγω της διαβίωσης με συνανθρώπους και της αναγκαστικής εγγύτητας (γειτονίας), ισχυροποιούνται και εδραιώνονται καταρχήν οι καλοί τρόποι ώστε να προκύπτει ένα πρώτο δυναμικό ευστάθειας [2] [Σημ. 1]. Η ασφάλεια που παρέχεται σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να μην εργάζονται σκληρά όλοι για τα προς το ζήν δίνουν τη δυνατότητα της ανάπτυξης των τεχνών, του συστήματος παιδείας, της φιλοσοφίας και των επιστημών.

Η πολιτισμική ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους, διαιρούμενη γεωγραφικά, είναι η πολιτιστική δράση (υλικά και πνευματικά έργα, δραστηριότητες και έθιμα) και η πνευματική καλλιέργεια ή «culture»[Σημ. 2] (αξίες, παραδόσεις, παιδεία, μόρφωση, αισθητική, εκλέπτυνση συμπεριφοράς) που συνισταμένα διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων κατά τόπους. Ένας πολιτισμός δεν έχει απαραίτητα τοπικό χαρακτήρα. Μπορεί να διαχέεται γεωγραφικά και με άλλα κοινωνικά κριτήρια που του δίνουν ταυτότητα, όπως η φυλή, η εθνικότητα, η θρησκεία, η γλώσσα, η μόδα[Σημ. 3] ή κάποιος άλλος παράγοντας κοινωνικής συνοχής. Ένας πολιτισμός μπορεί να χαθεί, αν αλλοιωθούν σε μεγάλο ποσοστό στοιχεία της πολιτισμικής του ταυτότητας. Παρόλο που οι πολιτισμοί χάνονται ή εξελίσσονται σε νέα πολιτισμικά μορφώματα, κάποιοι αφήνουν πίσω τους πνευματικά επιτεύγματα ως παγκόσμια κληρονομιά όπως για παράδειγμα η Αρχαία Αθήνα ή το Ρωμαϊκό δίκαιο.

Σήμερα η παγκοσμιοποίηση, κάτω από την ομπρέλα ενός πανανθρώπινου πολιτισμού, υπόσχεται και ως ένα σημείο δημιουργεί συνθήκες για την ανάπτυξη κοινών στοιχείων με ενωτικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα όπως οι ηθικές αξίες, η κοινωνική νοημοσύνη και η οικολογική συνείδηση. Η προσπάθεια για ενιαία πνευματική καλλιέργεια της παγκόσμιας κοινότητας μέσα σε δυναμικό συνοχής κοινού συστήματος αξιών έχει την έννοια της «συλλογικής νοημοσύνης» προς χάριν, πέραν του «ευ ζειν», της ίδιας της επιβίωσης του ανθρώπινου πολιτισμού στα δύσκολα σημεία [3] [4] της εξέλιξής του.

Διάκριση των όρων «πολιτισμός» και «κουλτούρα»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο «πολιτισμός» και στα ελληνικά συγχέεται συχνά με ένα γνήσιο υποσύνολό του, τον όρο «κουλτούρα». Ιστορικά, οι δύο αυτοί όροι αντανακλούν μέσα από τις διαφορετικές σημασίες που τους έχουν κατά καιρούς αποδοθεί και τις διαφορετικές χρήσεις στις οποίες έχουν αξιοποιηθεί πολλές καίριες ιδέες, συνθήκες, εμπειρίες και συγκρούσεις που προσδιόρισαν τη φυσιογνωμία και την εξέλιξη της σύγχρονης εποχής. Η λέξη πολιτισμός, καθώς και η συγγενής της και συχνά χρησιμοποιούμενη σήμερα ως συνώνυμη λέξη κουλτούρα(ως culture) εμφανίστηκαν ίσως απροσδόκητα αργά στην ιστορία. Η πρώτη χρήση τους εντοπίζεται στη Δ. Ευρώπη κατά τα τέλη το 18ου αιώνα και την καθιέρωσή τους τον 19ο αιώνα, κατά την εποχή που αποκαλείται συνήθως νεότεροι χρόνοι ή νεωτερικότητα. Οι δύο αυτές λέξεις σε σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησαν τόσο πολλές και διαφορετικές σημασίες, όσο και παρεξηγήσεις σχετικά με τον ορισμό τους. Ουσιαστικά αναδείχθηκαν σε βασικούς όρους όλων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, από τη φιλοσοφία και την αρχαιολογία, έως την ιστορία, την κοινωνιολογία και την εθνολογία. Ωστόσο, ακόμα και στο πλαίσιο της επιστημονικής χρήσης τους, φαίνεται πως δεν υπάρχει συμφωνία σε ό,τι αφορά στο νόημά τους.

Οι πρώτοι χρήστες του όρου «πολιτισμός», του απέδιδαν πιθανόν τη σημασία της εκλεπτυσμένης συμπεριφοράς, της εξελικτικότητας του ατόμου, της ευγενείας και της απελευθέρωσης των ηθών, ως στοιχεία που έπονται της συμπεριφοράς κάποιου που ζει σε μια πόλη, κάποιου «πολιτισμένου». Αυτή η σύλληψη, αριστοκρατικής καταγωγής, περιείχε τη ιδέα της εξέλιξης του συνόλου προς το καλύτερο, και είχε ως κεντρική ιδέα έναν προοδευτικό πολιτισμό και μία πολιτισμένη και εκπολιτιστική Δύση. Σύμφωνα με τον Albert Sanon:

«Πάντα με το άρθρο να προηγείται στον ενικό αριθμό, ο πολιτισμός εξέφρασε την ανάγκη παγκοσμιοποίησης του διαφωτισμού και την πίστη του σε μία πρόοδο δίχως τέλος ολόκληρης της ανθρωπότητας, με τις ανθρώπινες κοινωνίες να οφείλουν - η καθεμία με τον ρυθμό της- να γίνουν συμμέτοχοι του ενιαίου πολιτισμού, ακολουθώντας το παράδειγμα των πιο προχωρημένων μεταξύ τους κοινωνιών» [5]. Τον 19ο αι. ο όρος πολιτισμός συνδεόταν ακόμη με την έννοια της προόδου, της τελειοποίησης και της αξιολόγησης (με την έννοια της κρίσης).

Το 1952 οι εθνολόγοι Άλφρεντ Κρέμπερ (Alfred Kroeber) και Κλάιντ Κλάκχον (Clyde Kluckhohn) κατέγραψαν 164 διαφορετικούς ορισμούς της κουλτούρας, και έκτοτε ο αριθμός αυτός αυξήθηκε. Τούτη η εννοιολογική διάσταση είναι εντονότερη στην Ελλάδα καθώς η λέξη «κουλτούρα» είναι γλωσσικό δάνειο το οποίο στερείται παραγώγων στην ελληνική γλώσσα. Το σημαντικότερο πιθανώς πρόβλημα είναι ότι και οι δύο έννοιες δεν έτυχαν συστηματικής επεξεργασίας και εφαρμογής, καθώς δεν διαθέτουμε μακρά και πλούσια παράδοση στις κοινωνικές επιστήμες. Είναι ενδεικτική η μοίρα της «κουλτούρας», η ξενικότητα της οποίας προκαλεί συχνά αντιδράσεις Ο Μ. Πλωρίτης λόγου χάρη, διερωτάται αγανακτισμένος «πότε επιτέλους θα αντικαταστήσουμε την ξενική και κακόηχη λέξη κουλτούρα με τη θαυμάσια ελληνική και ταυτόσημη λέξη Παιδεία;»[6] Προτάσεις έχουν γίνει επίσης προκειμένου αποδοθεί η ξένη λέξη ως «πνευματική καλλιέργεια»[7], «πνευματικός πολιτισμός»[8], «πολιτιστικό σύστημα»[9] «πολιτιστικό μόρφωμα»[10] κ.α.

Σήμερα, με τον όρο πολιτισμό έχουμε την τάση να συμπεριλαμβάνουμε τις διάφορες κουλτούρες. Ο Lévi-Strauss μιλάει για έναν ενιαίο πολιτισμό (civilisation) ο οποίος απαρτίζεται από διάφορες κουλτούρες (cultures). Έτσι ο όρος πολιτισμός (civilisation) κρατάει μία υπερεθνική έννοια, ενώ ο όρος κουλτούρα (culture) χρησιμοποιείται κυρίως σε (ενδο)κοινωνικό επίπεδο και μπορεί να αναφέρεται σε μία ομάδα ή μια κατηγορία. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει την ενότητα και η κουλτούρα την διαφοροποίηση.

Ο πολιτισμός ως αντιστοίχιση της λέξης culture/kultur διαχωρίζεται στην στενότερη έννοια του όρου και την πιο ευρεία, ανθρωπολογική του έννοια. Σύμφωνα με την Δήλωση της Mondiacult, της παγκόσμιας συνόδου για την πολιτιστική πολιτική (politique culturelle) που διοργανώθηκε το 1982 στο Μεξικό: « Με την ευρεία του έννοια ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει σήμερα το σύνολο των διαφοροποιών στοιχείων, πνευματικών και υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών που χαρακτηρίζουν μία κοινωνία ή μία κοινωνική ομάδα. Συμπεριλαμβάνει, εκτός των γραμμάτων και των τεχνών, τον τρόπο ζωής, τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, το σύστημα αξιών, τις παραδόσεις και τα δόγματα. [...]. Με την στενή του έννοια εννοεί κυρίως το σύνολο των αξιών καθώς και τις γνωστικές και αισθητικές συνήθειες μίας κοινότητας και υπό αυτό το πρίσμα περιλαμβάνει την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τα κινήματα σκέψης.» [11]

Η culture διάσταση του πολιτισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θέση του Τάιλορ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βρετανός Εθνολόγος Έντουαρντ Μπάρνετ Τάιλορ (Edward Burnet Tylor) στην εισαγωγή του βιβλίου του «ο Πρωτόγονος Πολιτισμός» εισήγαγε την καινοτόμο άποψη ότι ο πολιτισμός αποτελεί έκφραση της ζωής του ανθρώπου και «σύνθετο σύνολο που περιλαμβάνει τη γνώση, την πίστη, την τέχνη, το νόμο, τα ήθη και τα έθιμα και άλλες δεξιότητες που απέκτησε ο άνθρωπος ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας». Διαχώρισε έτσι την έννοια του πολιτισμού από αυτήν της λεγόμενης «υψηλής κουλτούρας» διευκρινίζοντας παράλληλα ότι ο πολιτισμός δε σχετίζεται με τη βιολογική κληρονομικότητα αλλά διαμορφώνεται σταδιακά από τους κοινωνικούς όρους που τον προσδιορίζουν.

Ο Τάιλορ όμως, επηρεασμένος από το πνεύμα του Διαφωτισμού και πεπεισμένος ότι οι κοινωνικές συνθήκες διαμορφώνουν τον πολιτισμό, θεώρησε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες και αξιολογήσιμες εξελικτικές φάσεις ενός πολιτισμού που ορίζουν την -παγκοσμίως κοινώς αποδεκτή- πρόοδό του.

Η θέση του Μποάζ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φραντς Μποάζ (Franz Boas), υποστηρίζοντας τη θέση του Τάιλορ περί μη φυλετικής αναγωγής των πολιτισμικών όρων, προχώρησε τη συλλογιστική του ένα βήμα πιο πέρα και αντιτέθηκε στη θεώρηση του πολιτισμού ως αξιολογήσιμου μεγέθους με κοινώς αποδεκτά κριτήρια. Ο Μπόας, θεμελιωτής εξάλλου της έρευνας πεδίου, διετύπωσε την ρηξικέλευθη για την εποχή άποψη ότι κάθε πολιτισμός αποτελεί μία μοναδική ενότητα (που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με κοινά εξελικτικά μέτρα).

Η γερμανική προσέγγιση και η επιρροή του Λάμπρεχτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γερμανία υπήρξε το επίκεντρο μιας τελείως διαφορετικής θεώρησης που, αν και και διαποτισμένη από τον ιδεαλισμό και μερικές φορές αντίθετη με κάθε πνεύμα επιστημονικότητας, σημάδεψε όμως βαθιά τη θεωρία του πολιτισμού. Πρόδρομος της γερμανικής θεώρησης υπήρξε ο φιλόσοφος Γιόχαν Χέρντερ (Johann G. Herder), ο οποίος υποστήριξε το 1774 ότι κάθε λαός χαρακτηρίζεται από μία λαϊκή ευφυΐα (Volkgeist). Καθοριστικός παράγοντας όμως στη διαμόρφωση της γερμανικής σκέψης στάθηκε η σχολή της Λειψίας και ο ιστορικός Καρλ Λάμπρεχτ (Karl Lambrecht).

Ο Λάμπρεχτ εφηύρε την έννοια της "λαϊκής ψυχής" (Volksseele) η οποία θεωρεί ότι περιγράφει την πολιτιστική σύνθεση κάθε λαού. Η προοδευτική εξέλιξη του λαϊκού αυτού εγγενούς συστατικού περνάει μέσα από διάφορες «πολιτιστικές εποχές» (Kulturzeitalter) που οδηγούν στη συγκρότηση κράτους και στο σχηματισμό πολιτιστικής εθνικής ταυτότητας. Σημαντικό παράγοντα συγκριτικής αξιολόγησης του πολιτισμού αποτελεί το τυπικό πλαίσιο του "γίγνεσθαι" κάθε λαού (Typik des Völkerwerdens).

Στη Γερμανία, αυτή η σύλληψη υπογράμμιζε τη σημασία της παραδοσιακής λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής κουλτούρας που προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα σε αντιδιαστολή με τον εξειδικευμένο επιστημονικά και φιλοσοφικά Διαφωτισμό. ¨Έτσι ο γερμανικός όρος kultur που προέκυψε αναφέρθηκε κυρίως στα πνευματικά δημιουργήματα, τη γλώσσα, τη θρησκεία και την ηθική (στον αντίποδα της διαφωτιστικής τεχνολογίας) που αποτελούν την κληρονομιά κάθε λαού και το διαφοροποιό στοιχείο του από άλλους.

Πάνω στη θεωρητική βάση που προσέφερε ο Λάμπρεχτ αναπτύχθηκε σημαντικά η Λαογραφία η οποία όμως έτσι αρχικά επιφορτίστηκε με την αναγωγή των επιμέρους παραδοσιακών στοιχείων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εθνικής συνείδησης. Στις θέσεις του Λάμπρεχτ άλλωστε βασίστηκε μεταγενέστερα ο ναζισμός έτσι ώστε να στοιχειοθετήσει την ανωτερότητα της αρίας φυλής.

Η λειτουργιστική προσέγγιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λειτουργιστική προσέγγιση, επηρεασμένη από την κοινωνιολογία, βασίστηκε πάνω σε σχετικιστικές θέσεις του Ντιρκάιμ (Durkheim) και του Μος (Mauss), οι οποίοι -προτιμώντας πάντα τη χρήση του όρου civilisation ή αναλόγων του και όχι του culture- είχαν στηρίξει την άποψη ότι κάθε λαός έχει τον πολιτισμό του ανεξαρτήτως φυλής. Βρήκε τον κυριότερο εκφραστή της στον Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι, που ενώ εισήγαγε ενδιαφέρουσες ιδέες, δεν κατόρθωσε να σχηματίσει ένα επαρκές θεωρητικό πλαίσιο για τον πολιτισμό. Σημαντική πάντως παραμένει η παρατήρησή του ότι δεν είναι εφικτή η αναγωγή ενός πολιτισμού στις ρίζες του, καθώς και η τοποθέτησή του περί ανεδαφικότητας της εξελικτικής-αξιολογικής θεώρησης του πολιτισμού, μετακυλίοντας έτσι παράλληλα το βάρος της έρευνας περισσότερο στην επεξήγηση της εσωτερικής συνοχής του.

Η δομιστική προσέγγιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη δομιστική προσέγγιση που εξέφρασε πρώτος ο Λεβί Στρως υφίσταται ένας υπερκείμενος πολιτισμός, οφειλόμενος στην κοινή καταγωγή των ανθρώπων που περιλαμβάνει τις επιμέρους εκφράσεις του, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις κοινωνικές συνθήκες. Στόχος των δομιστών ήταν να παρουσιάσουν ένα μοντέλο που περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους στοιχεία από τα οποία αυτό εξαρτάται και να προβλέψουν τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει μία συγκεκριμένη μεταβολή ενός στοιχείου πάνω στην αρχική δομή του μοντέλου. Ο ίδιος ο Στρώς είχε ισχυριστεί ότι «κάθε πολιτισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο συμβολικών συστημάτων» [12]. Κατά την εξέλιξη του δομισμού στην Αμερική διατυπώθηκε η θέση ότι κοινωνία και πολιτισμός είναι έννοιες αλληλοεξαρτώμενες και σχεδόν ταυτόσημες.

Οι απόψεις των δομιστών παρότι προσέφεραν ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό πλαίσιο, επικρίθηκαν ότι εγκλωβίζουν μονοδιάστατα τη μελέτη στις δομές της κοινωνίας και αποτυγχάνοντας τελικώς να ερευνήσουν το αντικείμενο του πολιτισμού.

Το «μέτρο» του πολιτισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας πολιτισμός είναι μια πολυδιάστατη φράκταλ δομή[εκκρεμεί παραπομπή], ένας τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας που γεννάται από το μαθηματικό σπόρο της συλλογικής νοημοσύνης. Ως εκ τούτου δεν έχει χαρακτηριστική κλίμακα μέτρησης ώστε να αποτιμηθεί, είναι δύσκολο δηλαδή να βαθμολογήσουμε έναν πολιτισμό λαμβάνοντας υπόψη τις λεπτομέρειες όλων των σημείων που του δίνουν υπόσταση και για το λόγο αυτό υπήρχαν και υπάρχουν έντονες διαμάχες ακόμα και για τον ίδιο του τον ορισμό. Ένα μη ποιοτικό μέτρο της ανάπτυξης ενός πολιτισμού πρότεινε το 1964 ο Ρώσος αστρονόμος Νικολάι Καρντάσεφ με την κλίμακα Καρντάσεφ, που κατατάσσει έναν πολιτισμό σύμφωνα με την ενέργεια που είναι σε θέση να καταναλώνει και να χειραγωγεί. Το σκεπτικό ήταν πως οι ενεργειακές ανάγκες ενός πολιτισμού αντικατοπτρίζουν το βαθμό ανάπτυξής του και ταυτόχρονα την εξάπλωσή του στον Κόσμο. Η βασική βαθμονόμηση γίνεται με βάση τρεις ενεργειακές θέσεις στην κλίμακα που αντιστοιχούν στην ικανότητα πλήρους διαχείρισης των ενεργειακών πόρων: ενός πλανήτη που κατοικεί ή αποικίζει ο πολιτισμός (τύπος Ι), του άστρου του αντίστοιχου ηλιακού συστήματος (τύπος ΙΙ) και του γαλαξία του (τύπος ΙΙΙ).[13] [14] Ο Καρλ Σαγκάν επέκτεινε την κλίμακα Καρντάσεφ πριν τον τύπο Ι ώστε να μπορεί να βαθμολογηθεί ο ανθρώπινος πολιτισμός στα στάδια της ως τώρα εξέλιξής του. Έτσι ο ανθρώπινος πολιτισμός, αν ξεκινά να μετράται με την αστικοποίηση που επέβαλλε την καλλιέργεια της γης για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της ζωής στην πόλη, κάνει τότε το πρώτο σημαντικό ενεργειακό του άλμα. Το έτος 1900, κατά τη βιομηχανική επανάσταση, βαθμολογούμαστε κοντά στο 0,58 και το 2011 στο 0,72 - ο ανθρώπινος πολιτισμός δηλαδή βρίσκεται ακόμα στο στάδιο μηδέν, πριν από το στάδιο Ι. [15] Με το ρυθμό αύξησης των ενεργειακών αναγκών κατά μέσο όρο 3% το χρόνο σήμερα, υπολογίζεται πως το 2110 θα είμαστε πολιτισμός τύπου Ι. Η μετάβαση από πολιτισμό τύπου μηδέν σε τύπου Ι ενέχει υπαρκτό κίνδυνο να αφανιστεί ο πολιτισμός πριν την ολοκλήρωση της πλήρους μετάβασης σε τύπου Ι. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει λόγω της πιθανής δυνατότητας χρήσης των νέων, παγκόσμιας κλίμακας, καταστρεπτικών πηγών ενέργειας (πυρηνική ενέργεια, πρόκληση σεισμών κλπ) από μηχανισμούς όπως η τρομοκρατία.[4]

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Η τεχνολογία (από το τέχνη και λόγος[1]) είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής της (θεωρητικής) επιστημονικής γνώσης με στόχο τη δημιουργία ενός αντικειμένου με πρακτικό όφελος. Ακριβέστερα ορίζεται ως η εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης για πρακτικούς σκοπούς, ιδιαίτερα στη βιομηχανία. Δευτερεύουσα έννοια της λέξης αφορά στην ανάπτυξη συσκευών και μηχανισμών για επιστημονικούς σκοπούς και εκείνον τον κλάδο της γνώσης που σχετίζεται με τις εφαρμοσμένες επιστήμες ή μηχανολογία[2]. Άλλοτε αναφέρεται στη μεθοδολογία που χαρακτηρίζει μια τέτοια διαδικασία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει τάση η έννοια να αναφέρεται μόνο στην υψηλή τεχνολογία ή/και στην τεχνολογία υπολογιστών, αν και κατά βάση δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς τους τομείς. Για παράδειγμα, όσο ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός ή ένας υπολογιστής μπορεί να είναι τεχνολογία, τόσο μπορεί να είναι και ένα τυπικό ανοιχτήρι για μπουκάλια. Συχνά, το αντικείμενο της τεχνολογίας με πρακτικό όφελος δεν είναι προϊόν επιστημονικής έρευνας, αλλά αποτέλεσμα τυχαίας ανακάλυψης.


Αντικείμενο της τεχνολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τεχνολογία εκτείνεται σε ευρύ πεδίο και ασχολείται με τη γνώση και τη χρήση εργαλείων και τεχνικών και με το πως αυτό επηρεάζει την ικανότητα ενός είδους να ελέγχει το περιβάλλον του και να προσαρμόζεται σε αυτό. Στην ανθρώπινη κοινωνία είναι μια απόρροια της επιστήμης και της μηχανικής, αν και διάφορα τεχνολογικά επιτεύγματα προηγούνται χρονολογικά και των δύο αυτών εννοιών. Η Τεχνολογία μπορεί να αναφερθεί σε υλικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται από την ανθρωπότητα, όπως μηχανές, λογισμικό ή σκεύη, αλλά επίσης μπορεί να περιλαμβάνει ευρύτερα θέματα, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων, μεθόδων οργάνωσης και τεχνικών. Ο όρος μπορεί επίσης να εφαρμοστεί γενικά ή σε συγκεκριμένους τομείς: Παραδείγματα είναι η Κατασκευαστική Τεχνολογία ή Φαρμακευτική Τεχνολογία ή Τεχνολογία Αιχμής.

Η χρήση της τεχνολογίας από το ανθρώπινο είδος ξεκίνησε με την μετατροπή των φυσικών πρώτων υλών σε απλά εργαλεία. Η προϊστορική ανακάλυψη της ικανότητας των ανθρώπων να ελέγχουν τη φωτιά αύξησε τις διαθέσιμες πηγές τροφής και η εφεύρεση του τροχού βοήθησε τους ανθρώπους να ταξιδεύουν και να ελέγχουν το περιβάλλον τους. Πρόσφατα τεχνολογικά επιτεύγματα, όπως η τυπογραφία, το τηλέφωνο και το Διαδίκτυο, έχουν περιορίσει τα φυσικά εμπόδια της επικοινωνίας και έχουν επιτρέψει στους ανθρώπους και να αλληλεπιδρούν σε παγκόσμια κλίμακα. Παρ' όλα αυτά, η τεχνολογία δεν χρησιμοποιείται μόνο για ειρηνικούς σκοπούς: η κατασκευή καταστροφικών όπλων έχει προχωρήσει, στη διάρκεια της ιστορίας, από τα ρόπαλα στα πυρηνικά όπλα.

Η τεχνολογία έχει επηρεάσει την κοινωνία και το περιβάλλον της με διάφορους τρόπους. Σε κάποιες κοινωνίες η τεχνολογία έχει βοηθήσει να αναπτυχθούν πιο προηγμένες οικονομίες (συμπεριλαμβανομένης της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας) και έχει κάνει δυνατή την άνοδο μιας τάξης που διαθέτει ελεύθερο χρόνο. Πολλές τεχνολογικές διαδικασίες παράγουν ανεπιθύμητα προϊόντα, με τη διαδικασία που είναι γνωστή ως ρύπανση, και εξαντλούν τους φυσικούς πόρους σε βάρος της γης και του περιβάλλοντός της. Ποικίλες εφαρμογές της τεχνολογίας επηρεάζουν τις αξίες μιας κοινωνίας και η νέα τεχνολογία συχνά θέτει νέες ηθικές ερωτήσεις. Παραδείγματα είναι η ανάπτυξη της αντίληψης της αποτελεσματικότητας στα πλαίσια της ανθρώπινης παραγωγικότητας, ενός όρου που αρχικά είχε εφαρμοστεί μόνο σε μηχανές, και η αμφισβήτηση των παραδοσιακών προτύπων. Θέτει, επίσης, νέα θέματα ηθικής, όπως αυτό της κλωνοποίησης ανθρώπινων όντων.

Φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις έχουν προκύψει σχετικά με την παρούσα και τη μελλοντική χρήση της τεχνολογίας στην κοινωνία, με διαφωνίες για το αν η τεχνολογία βελτιώνει την κατάσταση του ανθρώπου ή την χειροτερεύει. Εν γένει η συνέχιση της τεχνολογικής εξέλιξης θεωρείται ευεργετική για την κοινωνία και την κατάσταση του ανθρώπου. Βέβαια, μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας ήταν περιορισμένη μόνο στα ανθρώπινα όντα, αλλά πρόσφατες επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά και ορισμένες κοινωνίες δελφινιών έχουν αναπτύξει απλά εργαλεία και μεθόδους για να μεταβιβάζουν τις γνώσεις τους στις επόμενες γενιές.

Επιστήμη μηχανικών και Τεχνολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διάκριση μεταξύ επιστήμης, Επιστήμης Μηχανικών και τεχνολογίας δεν είναι πάντα σαφής. Γενικά, η επιστήμη είναι η αιτιολογημένη έρευνα ή μελέτη της φύσης, που στοχεύει στην ανακάλυψη των εναπομείναντων σχέσεων (αρχών) μεταξύ των στοιχείων του (φυσικού) κόσμου. Υιοθετεί επίσημες τεχνικές, δηλ., κάποιο σύνολο θεσπισμένου εσωτερικού κανονισμού, όπως την επιστημονική μέθοδο. Η Επιστήμη Μηχανικού είναι η χρήση των επιστημονικών αρχών για την επίτευξη ενός προγραμματισμένου αποτελέσματος. Παραδείγματος χάριν, η επιστήμη μπορεί να μελετά τη ροή των ηλεκτρονίων στους ηλεκτρικούς αγωγούς. Αυτή η γνώση μπορεί έπειτα να χρησιμοποιηθεί από τους μηχανικούς για να δημιουργήσουν αντικείμενα όπως ημιαγωγούς, υπολογιστές, και άλλες μορφές προηγμένης τεχνολογίας. Η τεχνολογία μπορεί να περιλαμβάνει γενικότερα τη χρήση και την εφαρμογή όλων των μορφών γνώσης (δηλ., επιστημονικών, μηχανικών, μαθηματικών, γλωσσικών, ιστορικών κτλ), τόσο τυπικά όσο και ανεπίσημα, για να επιτύχει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα.


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε